μύρτος

μύρτος
μύρτος
Grammatical information: f.
Meaning: `myrtle, twig or spray of m.' (Pi., Simon.), μύρτον n. = μυρσίνη (Archil. after EM 324, 14), `myrtleberry' (Att.), `pudenda muliebria' (Ar.); on the diff. in gender Schwyzer-Debrunner 30.
Compounds: Few Compp., e.g. μυρτο-πώλης m. `myrtle-handler' (Sammelb. Ia), ἱερό-μυρτος f. = μυρσίνη ἀγρία (Ps.-Dsc.).
Derivatives: 1. μύρσινος, Att. μύρρινος, also μύρτινος (Eub., Thphr. Levelling of assibilation after μύρτος) `of myrtle' (on ρσ : ρρ : ρτ Schwyzer 270 a. 285); μυρσίνη, -ρρ- f. `myrtle, -twig, -crown' (IA.; μυρσινο-ειδής h. Merc. 81) with μυρσιν-ίτης (οἶνος) `myrtlewine' (Dsc.), `kind of stone' (Plin., prob. after the colour), `kind of Euphorbia' (Dsc.; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzennamen 43; on -ίτης Redard 58, 74, 98); -ινος `of myrtle' (Dsc., Aët.), Μυρριν-οῦς, -οῦντος m., -οῦττα f. names of Attic demes with -ούσιοι pl. `inhabitants of M.' (Schwyzer 528); μυρσινᾶτον ἔλαιον `myrtle-oil' (medic.; Lat. -ātum in γουττᾶτον [s.v.] a.o.); also μυρτίνη f. `kind of olive, kind of pear-tree' (Nic.). -- 2. μυρτίς, -ίδος f. `myrtle-berry' (hell.), also μυρτία μυρσίνη, καὶ μυρτίς H. μυρτάς, -άδος f. `kind of peartree etc.' (Nic., Gal.). -- 3. μυρτίδανον n. `myrtle-like plant etc.' (Hp.; to μυρτίς?, cf. ἐρευθέ-δανον a.o. Strömberg Pflanzennamen 147 f.). -- 4. μυρταλίς ἡ ὀξυμυρρίνη ("butcher's broom"), ὡς Λάκωνες H.; as συκ-αλίς a.o. (Strömberg 78). -- 5. μυρτ-ίτης = μυρσιν-ίτης (Thphr., Nic.; Redard 74 a. 98). -- 6. μυρτεών, -ῶνος m. `murtetum' (gloss.), also μυρσεών `id.' (gloss.; after μύρσινος, Schw. 271). -- 7. μυρτωταί f. pl. `vases decorated with myrtle-twigs?' (vase-inscr., AmJArch 31, 349f.; like μηλωτή a.o.). -- 8. μύρτων, -ωνος m. about `weakling' or `debauchee' (Luc. Lex.). -- 9. μυρτίλωψ ζῳ̃όν τι H.; formation like αἰγίλωψ a. o.; not with Strömberg Wortstudien 20 μυρτί-λωψ "the animal, that peels the myrtle". -- PN and PN like Μύρτος with Μυρτῳ̃ος, Μύρσινος, Μύρσος, Μυρτίλος, Μυρσίλος etc.; s. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 271.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the sound-similarity and the semantic proximity μύρτος, μύρρα, μυρίκη are usually with Lewy Fremdw. 42ff. (s. esp. Heubeck 282 w. further hypotheses) without further argumentation considered as cognate Semit. LW [loanword]. Rejected bu Schrader-Nehring Reallex. 2, 97, where μύρρα is dismissed and also μύρτος and μυρίκη are kept together only with reserve. -- From μύρτος, -ον Lat. murtus, -um as well as Arm. murt, NPers. mūrd. - The variation μυρτ-\/μυρσ- (μυρρ-?) clearly points to a Pre-Greek word; Fur. 259. Semitic origin is rejected by DELG. Heubeck (l.c.) takes the group as from Asia Minor, which does not exclude that it is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,274-275

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μύρτος — myrtle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Νέος Μύρτος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …   Dictionary of Greek

  • μύρτοι — μύρτος myrtle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτους — μύρτος myrtle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • μυρτίδες — οι βοτ. οικογένεια δέντρων ή θάμνων τής τάξης μυρτώδη, με απλά φύλλα που φέρουν συνήθως αρωματικούς αδένες, τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα και ο καρπός ξυλώδης ή σαρκώδης, στην οποία ανήκουν τα γένη ευκάλυπτος, λεπτόσπερμο, μύρτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μύρτω — μύρτον myrtle berry neut nom/voc/acc dual μύρτον myrtle berry neut gen sg (doric aeolic) μύρτος myrtle fem nom/voc/acc dual μύρτος myrtle fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mersin — This article is about the city. For the province, see Mersin Province. Mersin   City   …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”